- καταστατικός
- -ή, -ό (Α καταστατικός, -ή, -όν)νεοελλ.1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση2. φρ. «καταστατικός χάρτης» — ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης τού ΟΗΕ»)3. το ουδ. ως ουσ. το καταστατικότο σύνολο τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την ταυτότητα και τον σκοπό και διέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενός νομικού προσώπουαρχ.1. ο κατάλληλος στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει2. αποκαταστατικός*3. το ουδ. ως ουσ. τo καταστατικόνα) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η δύναμη για καταπράυνσηβ) η υποχρέωση τού τραπεζίτη για ζύγιση τών νομισμάτων.επίρρ...καταστατικῶς (Α)με αφηγηματικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστατός «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. τού καθίστημι που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. γένος].
Dictionary of Greek. 2013.